τραπεζοφορώ

τραπεζοφορώ
-έω, ΜΑ [τραπεζοφόρος]
μτφ. (για την Θεοτόκο) φέρω κάτι σαν να είμαι τραπέζι («τραπεζοφοροῡσα τὸν οὐράνιον ἄρτον Χριστόν», Επιφάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”